Την μανία της μανούλας να μαζεύει ότι σε πόρτα και παράθυρο ήταν πλέον άχρηστο, όταν οι θειάδες μου γκρέμιζαν τα σπίτια τους για να χτιστούν πολυκατοικίες, την πλήρωσε το σπίτι στο χωριό και φυσικά η νόμιμη κληρονόμος αυτού, η αυτού μεγαλειότης μου.
Η μαμά για να χωρέσει ότι είχε μαζέψει, έκτιζε και γκρέμιζε αβέρτα ντουβάρια, με τελικό αποτέλεσμα μια πόρτα εδώ, δύο παρακεί, ένα παράθυρο να βλέπει μέσα στο καθιστικό(!!!), ένα άλλο στην κρεβατοκάμαρα και να ναι κι ανάποδα βαλμένο-πως λέμε να φέρουμε τα πάνω κάτω το μαγαζι; Α γεια σου!- και διάφορα τέτοια χαρούμενα.
Άμα ανέλαβα το σπίτι εγώ, μια φρίκη την έφαγα από την παντελή απουσία αρμονίας. (Ήταν του χαοτικού η μανούλα και έτσι πάει μέχρι και σήμερα.) Σκέφτηκα ως και να το ρίξω και να χτίσω κάτι του γούστου μου. Ευτυχώς με φώτισε ο θεός και δεν το έκανα. Δεν καταστρέφεις το πνεύμα του άλλου επειδή δε συμφωνείς μαζί του… Εξάλλου αν μη τι άλλο ήταν αυθεντικό.
Μια λύση ήταν να αναπαλαιωθούν τα κομμάτια που μεμονωμένα ήταν όντως εξαιρετικά και το κάθε ένα είχε τη δική του όμορφη ιστορία. Τότε προέκυψε το αμέσως επόμενο πρόβλημα που είχα παιδαριωδώς παραβλέψει..Πως αναπαλαιώνεις αντίκα ( ε.. στο σχεδόν αντίκα) με 8 στρώσεις λαδομπογιάς πάνω της; Και τεχνίτη να φέρεις κει στις δικές μας τις ερημιές και να τον χρυσοπληρώσεις κι από πάνω, θα σε δείρει και θα φύγει. Δεν παίζουν έτσι με τα νεύρα των ανθρώπων.
Πήρα πλάνες, γυαλόχαρτα , υπομονή κι έτριβα νυχθημερόν. Κάποτε θέλησα να πάω και για καφέ γιατί είμαι κι άνθρωπος από όσο θυμάμαι. Τότε όμως θυμήθηκε και η αγία Άνοια, ότι είχε πριν διακόσια χρόνια αγορασμένα και φυλαγμένα στην αποθήκη κουτιά με λαδομπογιές!
Το «Να αναπάεσε πούλιμ..» ως απάντηση της, στο γιατί ρε μάνα μου το κανες αυτό, με βοήθησε να δω πως ούτε έχω κι ούτε θα χω τύχη ποτέ μαζί της.
Αυτό όμως όλο έχει και τη θετική του πλευρά: δημιουργήσαμε νέο ρεύμα στο χώρο της τεχνικής των αναπαλαιώσεων. Το τρία ου κουτουρού: «δυο χέρια λαδομπογιά κι από πάνω ένα χέρι βερνίκι για φινίρισμα».