Το πρώτο καλό φόρεμα της μαμάς ως μέλλουσας δεσποινίδας της το χε ράψει η Μαρία τη Κώστη που ήταν πολύ προκομμένη νύφη μας από μαύρο βελούδο και με ροζ σιφόν τριαντάφυλλο στο μπούστο δεξιά για μπουτονιέρα, με ύφασμα που της έφερε από τη Σαλονίκη η Γαλήνη, που πήγε στα καπνομάγαζα και μεγαλοπιάστηκε και κάθε που γύρναγε στο χωριό όλο και κάτι καινούργιο φόραγε κι έκαμες τις γριες να σκάνε από τη ζήλεια τους για τις ομορφάδες και τα καμώματα της.
Το ραψε το βελούδο η Μαρία, κουτί της έπεφτε της μανούλας, χάρηκε και η Γαλήνη που η φιλενάδα της ήταν λιγότερο χωριό από τα πριν αλλά μαύρο βελούδο με ροζ σιφόν στην Κόλα που να το φορέσει άνθρωπος και που να πάει με δαύτο; Ξεμανίκωτο όπως ήταν, ούτε ο παππάς στην εκκλησία την έβαζε την έρμη με δαύτο.
Άμα το δε και η Λισάβ στήθηκε ένα μικρό δράμα με αυτοκτονίες για την εξώλης και προώλης που χε σπίτι της, ε απόσωσε και η μάνα που πίστευε τα καμώματα της δίκης της μάνας, είδε κι απόειδε πως και να της επέτρεπαν να το φορέσει ,παπούτσια στα πόδια δεν είχε, πήρε κι αυτή το καρφί και το κάρφωσε στον τοίχο.
Ε έτσι η Λισάβ το δέχθηκε. Σε λέει νέα μόδα στις πάντες τοίχου είναι τούτο μην κακοκαρδίσω τα κορίτσια!
Μια μέρα και μια νύχτα έμεινε καρφωμένο το φόρεμα στο τοίχο αλλά η μαμά το χε περίσσιο καμάρι. Πάντα ξεπάντα ήταν η πιο όμορφη και καμιά δεν είχε τέτοια! Άμα της αγόραζαν και παπούτσια θα τα κάρφωνε κι αυτά από κάτω και θα γινόταν κούκλα το ντουβάρι.
Σαν ξημέρωσε η άλλη μέρα και πήγε και γύρισε στο χωράφι η μάνα βρήκε στον τοίχο μοναχά το καρφί και πολύ στενοχωρέθηκε. Πήγε στη δική της μάνα που την πέρασε γενεές 14 που άφησε να της κλέψουν πράγμα και διπλά αδικημένη το αποφάσισε πως από κεινη την ώρα και μετά θα φύλαγε όλα της τα πράγματα σαν τα μάτια της. Μια που το πε μια που το καμε.
Έκτοτε συνέχεια καταχώνιαζε το ότι είχε και δεν είχε με τρελά επεισόδια σχετικά που δεν είναι της παρούσης να αναφερθούν.
Τα χρόνια πέρασαν η μαμά έγινε αληθινή δεσποινίδα πήγε κι αυτή Σαλονίκη και γνώρισε από πρώτο χέρι τι καλά περνούσε η Γαλήνη στα καπνομάγαζα. Από καιρό σε καιρό γυρνούσε στο χωριό και έσκανε κι αυτή της γριες με τα όμορφα φορέματα και τα μακριά μαλλιά της.
Η Μαρία τη Θέμιστονος είχε ήδη γεννήσει τον Γέργον και αυτός μπορεί και στο δημοτικό να ήταν όταν πήγε η μάνα μου να τον εβρεί εκείνη την ημέρα και να τον φιλήσει γιατί πολύ της έλλειπε το μωρό ( αυτό το… μωρό, άμα το λέει τα νεύρα πως με σπάει… Ο άνθρωπος σπούδασε γιατρός, παντρεύτηκε, έκαμε δυο παιδιά, είδε δυο εγγόνια, πήρε σύνταξη κι ακόμη γι αυτές μωρό είναι…) τον καιρό που καθόταν Σαλονίκη.
Αμά ο Γέργον κοιμόταν και δυο σοκολάτες που κρατούσε στα χέρια της η μαμά γι αυτόν, σήκωσε το στρωματάκι του και τις καταχώνιασε εκεί. Όταν θα ξύπναγε το θεώρησε πολύ φυσικό πως εκεί θα ψάξει το… μωρό να βρει το δώρο της θείας.
Αυτά τα πολύ φυσικά της μάνας μου πάντα πολύ αφύσικα ήταν, αλλά ούτε αυτό είναι της παρούσης.
Στο δρόμο για το σπίτι της ήρθε αναλαμπή! Ο Γέργον ετσίλντευεν απάνητ!
Πω!Πω! Χάλια θα έκαμε τις σοκολάτες!
Γυρνάει πίσω, σηκώνει το σωματάκι-τότε μάλλον ακόμη θυμόταν που έβαζε τι – και βρίσκει το μαύρο της φόρεμα ως σελτεδάκι στο κάτω στρώμα το καλό!
Απόμεινε να το κοιτάει σα χαζή για ώρα. Από τις δυο νύφες Μαρίες που χε, η μια έραβε η άλλη έκλεβε ότι έραβε η άλλη. Συλλογίστηκε αρκετά, άφησε πίσω φόρεμα και σοκολάτες κι έφυγε.
Άμα τη ρώτησα γιατί δεν πήρε το φόρεμα της πίσω η απάντηση ήταν αποστομωτική: Αν το έπαιρνε το μωρό θα λέρωνε το καλό του το στρώμα.
Σωστά! Αυτό δεν το χα σκεφθεί. Κι άντε να τον καλοπαντρέψουμε χωρίς αυτό ε;
Ε κιτί… Μυαλά θύματα από κούνια!