Category Archives: Θύμησες

Αναπαλαιώσεις 2…

 

Tεχνήματα

Αν κάτι έχει παλιώσει και φθαρεί, δεν σημαίνει πως αυτόματα περνά στην αχρηστία. Με λίγο μερεμέτι, πολύ χρώμα και φαντασία αποκτά μια νέα αισθητική και ζωή.

Πολύ καλή λύση η τεχνική του στένσιλ ειδικά σε παλιά ξύλινα κομμάτια, όπως αυτή καρέκλα που πέταξε η θεια μου στο χωριό και περιμάζεψε η μανούλα μου φυσικά.

Και που επίσης φυσικά όταν η θεια την είδε φτιαγμένη την ήθελε πίσω. Και που δις επίσης φυσικά πήρε πίσω αυτό που της άξιζε κι όχι την καρέκλα. Ε και μετά ξεκίνησε ο Τρίτος Παγκόσμιος. Συνηθισμένες ιστορίες δηλαδή…


Αναπαλαιώσεις…

Tεχνήματα-(4)

Την μανία της μανούλας να μαζεύει ότι σε πόρτα και παράθυρο ήταν πλέον άχρηστο, όταν οι θειάδες μου γκρέμιζαν τα σπίτια τους για να χτιστούν πολυκατοικίες, την πλήρωσε το σπίτι στο χωριό και φυσικά η νόμιμη κληρονόμος αυτού, η αυτού μεγαλειότης μου.

Η μαμά για να χωρέσει ότι είχε μαζέψει, έκτιζε και γκρέμιζε αβέρτα ντουβάρια, με τελικό αποτέλεσμα μια πόρτα εδώ, δύο παρακεί, ένα παράθυρο να βλέπει μέσα στο καθιστικό(!!!), ένα άλλο στην κρεβατοκάμαρα και να ναι κι ανάποδα βαλμένο-πως λέμε να φέρουμε τα πάνω κάτω το μαγαζι; Α γεια σου!- και διάφορα τέτοια χαρούμενα.

Άμα ανέλαβα το σπίτι εγώ, μια φρίκη την έφαγα από την παντελή απουσία αρμονίας. (Ήταν του χαοτικού η μανούλα και έτσι πάει μέχρι και σήμερα.) Σκέφτηκα ως και να το ρίξω και να χτίσω κάτι του γούστου μου. Ευτυχώς με φώτισε ο θεός και δεν το έκανα. Δεν καταστρέφεις το πνεύμα του άλλου επειδή δε συμφωνείς μαζί του… Εξάλλου αν μη τι άλλο ήταν αυθεντικό.

Μια λύση ήταν να αναπαλαιωθούν τα κομμάτια που μεμονωμένα ήταν όντως εξαιρετικά και το κάθε ένα είχε τη δική του όμορφη ιστορία. Τότε προέκυψε το αμέσως επόμενο πρόβλημα που είχα παιδαριωδώς παραβλέψει..Πως αναπαλαιώνεις αντίκα ( ε.. στο σχεδόν αντίκα) με 8 στρώσεις λαδομπογιάς πάνω της; Και τεχνίτη να φέρεις κει στις δικές μας τις ερημιές και να τον χρυσοπληρώσεις κι από πάνω, θα σε δείρει και θα φύγει. Δεν παίζουν έτσι με τα νεύρα των ανθρώπων.

Tεχνήματα-(6)

Πήρα πλάνες, γυαλόχαρτα , υπομονή κι έτριβα νυχθημερόν. Κάποτε θέλησα να πάω και για καφέ γιατί είμαι κι άνθρωπος από όσο θυμάμαι. Τότε όμως θυμήθηκε και η αγία Άνοια, ότι είχε πριν διακόσια χρόνια αγορασμένα και φυλαγμένα στην αποθήκη κουτιά με λαδομπογιές!

Το «Να αναπάεσε πούλιμ..» ως απάντηση της, στο γιατί ρε μάνα μου το κανες αυτό, με βοήθησε να δω πως ούτε έχω κι ούτε θα χω τύχη ποτέ μαζί της.

Αυτό όμως όλο έχει και τη θετική του πλευρά: δημιουργήσαμε νέο ρεύμα στο χώρο της τεχνικής των αναπαλαιώσεων. Το τρία ου κουτουρού: «δυο χέρια λαδομπογιά κι από πάνω ένα χέρι βερνίκι για φινίρισμα».


Το παλιό μπαούλο της γιαγιάς Λισάβ.

Image

Το παλιό μπαούλο της γιαγιάς Λισάβ.

Με πονά η ψυχή άμα βλέπω πεταμένα τα παλιά μπαούλα. Που ξέρω πως το χω στο νου μου; Ίσως γιατί είχε και η καλομάνα μ’ δικό της ένα τέτοιο. Μα η γιαγιά Λισάβ, εκεί δεν έκρυβε σαν όλους τους άλλους ότι ήταν πολύτιμο γι αυτήν. Που και σάμπως τι είχε και ήταν αξίας; Καμιά ποδιά πιο καλή που δεν την είχε για την κάθε ημέρα, κανά μαύρο φουστάνι που της φέρναν τα κορίτσια από τη Σαλονίκη, τις κονσέρβες που αγόραζε με τη σύνταξη και τις παράχωνε στην άκρη να χει να δίνει στα παιδιά όταν ερχόταν να την επισκεφτούν, το τραπεζομάνδηλο που έφτιαξε η θεία Ευανθία για την προίκα μου…

Στην πραγματικότητα δεν είχε και κάτι δικό της να βάλει …ποτέ δεν ήθελε να έχει εξάλλου κάτι. Ότι αληθινά αγάπησε και ήταν κομμάτι της ψυχής της το άφησε στην Πατρίδα. Έξι παιδιά χαμένα. Πως να χωρέσει ο πόνος της σε ένα μπαούλο; Μετά στην Ελλάδα της έμεινε ο παππούς. Όταν πέθανε κι αυτός εξαφάνισε οτιδήποτε υλικό την έδενε μαζί του και με τη γη που τη γέννησε.

Και μετά χάθηκε σε έναν κόσμο όπου εκεί πότε δε σταμάτησε ο χρόνος γι αυτήν και η ζωή της συνέχισε κανονικά στο σπίτι της στο Σιόν στην Αργυρούπολη του Πόντου. Με αυτήν, την μικρότερη από τις νύφες, την πιο όμορφη και προκομμένη φυσικά. Με τον παππού νέο αλλά πολύ μεγαλύτερο της να την αγαπά πολύ και να ανέχεται στωικά τις ανυπόφορες ζήλειες της. Με την αναμονή του από τα πολυήμερα ταξίδια του στην Τραπεζούντα για τις δουλειές του και το «βγάλσιμο» της ψυχής του μετά γιατί την άφηνε μόνη να τη βασανίζουν οι ..άλλες (που ποιος τόλμαγε να βασανίσει τον κέρβερο ολόκληρης της περιοχής Αργυρουπόλεως, μην πω και Τραπεζούντος, αλλά άιντε..). Με το μεγάλωμα των μικρών που ποτέ δεν έφτασαν στην Ελλάδα. Με τα ανακατώματα των συννυφάδων μεταξύ τους. Με τον πεθερό της να ξυπνά χάραμα να φύγει στη δουλειά κι αυτή να μαζεύει με τις χούφτες τις λίρες που έπεφταν στο κρεβάτι από τις τσέπες του και να τις αποθηκεύει στο μυστικό τους μέρος γιατί σε αυτήν την πιο τίμια όλων είχε μόνον εμπιστοσύνη  ο πεθερός.

Χανόμουν κι εγώ μαζί της στον κόσμο της μα σαν φτάναμε στις λίρες ξυπνούσα κι έτρεχα στο μπαούλο. Φύλλο και φτερό το έκαμα και πίστευα εκεί κρύβει η γιαγιά το θησαυρό του πεθερού της. Με το παιδικό μυαλό μου χαιρόμουν τη στιγμή που θα έβρισκα το χρυσάφι και θα αγόραζα όλο το παγωτό από όλα τα ζαχαροπλαστεία και θα έκανα τρελές βούτες ολόκληρη μέσα σε αυτό! Και φυσικά δεν θα έδινα ούτε μισό κουταλάκι σε κανέναν! Ούτε και στη γιαγιά! Αυτή ήταν άρρωστη έξαλλου. Να της ανέβαζα αναιτίως το σάκχαρο;

Θυμάμαι πως συχνά πυκνά με καπάκωνε και το καπάκι από το μπαούλο και πατούσα τα κλάματα από το φόβο μου. Το να σκεφτώ να το σηκώσω να βγω ούτε λόγος. Έπρεπε οπωσδήποτε να με σώσουν για να μου αποδείξουν ότι ήμουν το κέντρο του σύμπαντος τους! Είδε και αποείδε η μάνα μου με τη ζαβομάρα μου δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα και μια μέρα που κοπάνησε το καπάκι το κεφάλι μου κι έμπηξα τα κλάματα με τράβηξε έξω από το μαλλί, με έδειξε το σχεδόν άδειο μπαούλο και πρώτη φορά μου είπε σοβαρά ανακατεύοντας τα κουτιά από τις κονσέρβες: «Εδώ μέσα η γιαγιά δεν κρύβει λίρες. Εδώ κρύβει την πραγματικότητα της γιατί δεν αντέχει να τη ζει».

Ζαβό ξεζαβό μια χαρά τα κατάλαβα όλα τούτα , όπως κατάλαβα πως η γιαγιά μισοέχασε το μυαλό της και ζούσε μαζί μας παρά μόνον ελάχιστα ως σώμα. Ο νους ή καρδιά και ψυχή της δεν έφυγαν ποτέ από τον τόπο της. Δεν είχε ανάγκη από ένα μπαούλο για να χωρέσει όλα όσα ζούσε σαν αλήθεια της. Το χε όμως ανάγκη για να χωρέσει ότι η φύση ορίζει ως απτό.

Σήμερα το μπαούλο της το πήρα στο σπίτι μου εγώ. Στη αρχή σκέφτηκα να βάζω μέσα ότι είχα από την οικογένεια μας. Μετά το καλοσκέφτηκα και είδα πως αυτό θα ταν πολύ τετριμμένο κι έξω από όλα όσα έζησα με τη γιαγιά μου.  Το άφησα κι εγώ λοιπόν αδειανό. Όσο έχω το μυαλό μου μια χαρά κάμει και για τραπεζάκι του καφέ, μα άμα το χάσω να χω χώρο να απλώσω κάπου την ύπαρξη μου J


Το φορεματάκι της μαμάς κι ο Γέργον ο τσιλντέας.

Image

 

Το πρώτο καλό φόρεμα της μαμάς ως μέλλουσας δεσποινίδας της το χε ράψει η Μαρία τη Κώστη που ήταν πολύ προκομμένη νύφη μας από μαύρο βελούδο και με ροζ σιφόν τριαντάφυλλο στο μπούστο δεξιά για μπουτονιέρα, με ύφασμα που της έφερε από τη Σαλονίκη η Γαλήνη, που πήγε στα καπνομάγαζα και μεγαλοπιάστηκε και κάθε που γύρναγε στο χωριό όλο και κάτι καινούργιο φόραγε κι έκαμες τις γριες να σκάνε από τη ζήλεια τους για τις ομορφάδες και τα καμώματα της.

Το ραψε το βελούδο η Μαρία, κουτί της έπεφτε της μανούλας, χάρηκε και η Γαλήνη που η φιλενάδα της ήταν λιγότερο χωριό από τα πριν αλλά μαύρο βελούδο με ροζ σιφόν στην Κόλα που να το φορέσει άνθρωπος και που να πάει με δαύτο; Ξεμανίκωτο όπως ήταν, ούτε ο παππάς  στην εκκλησία την έβαζε την έρμη με δαύτο.

Άμα το δε και η Λισάβ στήθηκε ένα μικρό δράμα με αυτοκτονίες για την εξώλης και προώλης που χε σπίτι της, ε απόσωσε και η μάνα που πίστευε τα καμώματα της δίκης της μάνας, είδε κι απόειδε πως και να της επέτρεπαν να το φορέσει ,παπούτσια στα πόδια δεν  είχε, πήρε κι αυτή το καρφί και το κάρφωσε στον τοίχο.

Ε έτσι η Λισάβ το δέχθηκε. Σε λέει νέα μόδα στις πάντες τοίχου είναι τούτο μην κακοκαρδίσω τα κορίτσια!

Μια μέρα και μια νύχτα έμεινε καρφωμένο το φόρεμα στο τοίχο αλλά η μαμά το χε περίσσιο καμάρι. Πάντα ξεπάντα ήταν η πιο όμορφη και καμιά δεν είχε τέτοια! Άμα της αγόραζαν και παπούτσια θα τα κάρφωνε κι αυτά από κάτω και θα γινόταν κούκλα το ντουβάρι.

Σαν ξημέρωσε η άλλη μέρα και πήγε και γύρισε στο χωράφι η μάνα βρήκε στον τοίχο μοναχά το καρφί και πολύ στενοχωρέθηκε. Πήγε στη δική της μάνα  που την πέρασε γενεές 14 που άφησε να της κλέψουν πράγμα και διπλά αδικημένη το αποφάσισε πως από κεινη την ώρα και μετά θα φύλαγε όλα της τα πράγματα σαν τα μάτια της. Μια που το πε μια που το καμε.

Έκτοτε συνέχεια καταχώνιαζε το ότι είχε και δεν είχε με τρελά επεισόδια σχετικά που δεν είναι της παρούσης να αναφερθούν.

Τα χρόνια πέρασαν η μαμά έγινε αληθινή δεσποινίδα πήγε κι αυτή Σαλονίκη και γνώρισε από πρώτο χέρι τι καλά περνούσε η Γαλήνη στα καπνομάγαζα. Από καιρό σε καιρό γυρνούσε στο χωριό και έσκανε κι αυτή της γριες με τα όμορφα φορέματα και τα μακριά μαλλιά της.

Η Μαρία τη Θέμιστονος είχε ήδη γεννήσει τον Γέργον  και αυτός μπορεί και στο δημοτικό να ήταν όταν πήγε η μάνα μου να τον εβρεί εκείνη την ημέρα και να τον φιλήσει γιατί πολύ της έλλειπε το μωρό ( αυτό το… μωρό, άμα το λέει τα νεύρα πως με σπάει… Ο άνθρωπος σπούδασε γιατρός, παντρεύτηκε, έκαμε δυο παιδιά, είδε δυο εγγόνια, πήρε σύνταξη κι ακόμη γι αυτές  μωρό είναι…) τον καιρό που καθόταν Σαλονίκη.

Αμά ο Γέργον κοιμόταν και δυο σοκολάτες που κρατούσε στα χέρια της η μαμά γι αυτόν, σήκωσε το στρωματάκι του και τις καταχώνιασε εκεί. Όταν θα ξύπναγε το θεώρησε πολύ φυσικό πως εκεί θα ψάξει το… μωρό να βρει το δώρο της θείας.

Αυτά τα πολύ φυσικά της μάνας μου πάντα πολύ αφύσικα ήταν, αλλά ούτε αυτό είναι της παρούσης.

Στο δρόμο για το σπίτι της ήρθε αναλαμπή! Ο Γέργον ετσίλντευεν απάνητ!

Πω!Πω! Χάλια θα έκαμε τις σοκολάτες!

Γυρνάει πίσω, σηκώνει το σωματάκι-τότε μάλλον ακόμη θυμόταν που έβαζε τι – και βρίσκει το μαύρο της φόρεμα ως σελτεδάκι στο κάτω στρώμα το καλό!

Απόμεινε να το κοιτάει σα χαζή για ώρα. Από τις δυο νύφες Μαρίες που χε, η μια έραβε η άλλη έκλεβε ότι έραβε η άλλη. Συλλογίστηκε αρκετά, άφησε πίσω φόρεμα και σοκολάτες κι έφυγε.

Άμα τη ρώτησα γιατί δεν πήρε το φόρεμα της πίσω η απάντηση ήταν αποστομωτική: Αν το έπαιρνε το μωρό θα λέρωνε το καλό του το στρώμα.

Σωστά! Αυτό δεν το χα σκεφθεί. Κι άντε να τον καλοπαντρέψουμε χωρίς αυτό ε;

Ε κιτί… Μυαλά θύματα από κούνια!


Τα κόκκινα της Άνοιξης: Λικέρ Τσέρρυ

Κεράσι δηλαδή, αλλά θυμάμαι πιο μικρή τσέρρυ το άκουγα. Όχι στο χωριό μου βέβαια που κεράσια δεν έβγαζε  μα στην πόλη που μέναμε, που όσο να ναι τη δεκαετία του 70 είχε αρχίσει να εξευρωπαΐζεται. Προσωπικά τα κεράσια  δεν τα γνώριζα ως φρούτα, τουλάχιστον μέχρι να φτάσω δημοτικό. Είχαν κουκούτσια κι ως εκ τούτου η μάνα μου δεν τα έφερνε στο σπίτι.  Εδώ με άφησε στο έδαφος να περπατήσω αφού έκλεισα τα δυόμιση, εποχή δηλαδή που ήδη άλλα παιδιά έχουν βγάλει δίπλωμα για νταλίκα, από το φόβο μην κρυώσω από τα τσιμέντα της αυλής, κεράσια θα μου δινε; Ακαδημαϊκά τα χα δει στη γρια Πετσάβα που τότε είχε το μανάβικο της στην κεντρική οδό της πόλης, μα καθώς φοβόμουν στην όψη της δεν πολυκαθόμουν έξω από το μαγαζί της να πιάσω συζήτηση για το τι είναι τούτο και τι το άλλο. Εξάλλου η Πετσάβα γνώριζε τη μάνα μου και όπως όλες οι γνωστές της-Πόντιες δεν ήταν;- συνηγορούσε στην ψυχοπαθολογία της  υπερπροστατευτικής μητέρας.

Μια μέρα μας επισκέφθηκαν σόγια μας από τη Βέροια. Στην Ανταλλαγή ήρθαν με τους δικούς μας μέχρι την Καλαμαριά μαζί, μα δε θέλησαν να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους στα ορεινά της Βόρειας Ελλάδας και κατέληξαν στον κάμπο της. Η θεία Πελαγία ήταν σχεδόν ένας μύθος για εμένα γιατί πάντα άκουγα γι αυτή και ουδέποτε την είχα δει. Όταν έγινε κι αυτό ήταν έρωτας μεγάλος με την πρώτη ματιά. Όχι ότι την θυμάμαι καθόλου πια, μα θυμάμαι ότι με έφερε ένα φουσκωτό καραβάκι για δώρο και αναγκάστηκε η μάνα μου να με το φουσκώσει, να το βάνει σε σκάφη με αληθινό νερό και να με αφήσει να πλατσουρίζω όση ώρα αυτές πίνανε καιφέ για να σκάσω και να χουν την ησυχία τους. Πράγμα αδιανόητο σε άλλη περίπτωση καθώς τα παιδιά που παίζουν με τα νερά κρυώνουν. Επίσης η θεία Πελαγία μας έφερε  και ένα καλάθι γεμάτο ίσαμε τον ουρανό κεράσια!!! Με τα έπλυνε κιόλας και με τα έδωσε να τα τρώω  όσο έπαιζα κι όλοι θαύμασαν το πόσο έξυπνο παιδάκι ήμουν που κατάφερα και δεν πνίγηκα, η γόμαρα της Πέμπτης Δημοτικού! Continue reading


Τα κόκκινα της Άνοιξης: Λικέρ Φράουλα!

Image

Το συγκεκριμένο λικέρ το φτιάχνω στο τέλος της Άνοιξης, προς τιμήν της γιαγιάς Λισάβ που κάθε χρόνο φύτευε φράουλες για να μπορέσει να τις χρησιμοποιήσει στα γλυκά και στα ποτά της και ουδέποτε έσωσε να τις χαρεί, μιας κι όταν ήθελα ήξερα να ξυπνάω και πριν τα κοκόρια λαλήσουν  τρις και να τις μαζεύω όλες στο στομάχι μου.

Ποδιές και καλαθάκια ήταν  για αρχάριες  ή ευγενικές ψυχές κι εγώ στο θέμα φράουλα και  κεράσι δεν το χα, ούτε το αρχάριο ούτε το ευγενικό:

Οι πρωτάρες φίλες στο σπορ μαζευόταν μαζί, και πήγαιναν τα απογεύματα στις γιαγιάδες ή στις μάνες τους και τάχα κάτι έκοβαν από τους κήπους. Τι να βρεις εκείνη την ώρα;  Τα χαν τα ώριμα ήδη μαζέψει οι μεγαλύτερες για τις δικές τους δουλειές. Και τι σου μενε εσένα; Το κοτσάνι και  το καλαθάκι;  Εγώ αντιθέτως ξύπναγα μέσα στο άγριο χάραμα και δε σκοτιζόμουν και για μέσο αποθήκευσης. Από την παραγωγή στην κατανάλωση και χωρίς πλύσιμο. Άμα άνοιγα βρύση θα χανα χρόνο και θα καμα και θόρυβο.  Μια χαρά ήταν και με το χωματάκι τους! Ένα φου κι άντε ένα σκούπισμα στις πυτζάμες και έλαμπαν! Όχι οι πυτζάμες!

Οι ευγενικές της παρέας πήγαιναν  τις φράουλες στο σπίτι από τον κήπο και τις έδιδαν όλο χαρά στους δικούς τους για να δείξουν πόσο καλά κορίτσια ήσαν. Τούτα τα ευγενικά εγώ τα χα κόψει από γεννησιμιού μου. Φράουλα, κεράσι και παγωτό δεν μοιράζονται.  Αν στο σπίτι θέλανε καμιά καυτερή πιπεριά ευχαρίστως να πήγαιναν να την μαζέψουν. Θα τις έβρισκαν όλες άθικτες! Αν αυτό δεν συνιστούσε καλότητα από μέρους μου δεν έφταιγα εγώ για τα αλλοπρόσαλλα στάνταρ των μεγαλυτέρων.

Περί γλυκών και ποτών με φράουλα έμαθα πολύ μεγαλύτερη, όταν αποφάσισα να εντρυφήσω στην έννοια της εγκαρτέρησης. Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος χίλια κουσούρια βγάζει. Φευ! Σε γενικές γραμμές πάντως το αντέχω το περίμενε τώρα πια και με αποζημιώνει το πολύ καλό αποτέλεσμα.

Η συνταγή για λικέρ φράουλα που χω αγαπήσει περισσότερο είναι τούτη: Continue reading


Η γιαγιά Λισάβ και η Νηστεία. Μια..αιρετική , δυσκολοχώνευτη κι άκρως επαναστατική άποψη .

 

 

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου με τη γιαγιά τη θυμάμαι να νηστεύει. Τούτο βέβαια δεν ήταν μια γνώση που μου χε πει κάποιος, ούτε καν η ίδια ,μα με τα χρόνια πέρασε μέσα μου σα φυσική αλήθεια των όσων ζούσα μαζί της. Η γιαγιά ποτέ δεν έλεγε νηστεύω ίσως και ποτέ δεν έλεγε τι έκαμε γενικότερα μιας και δρούσε για κείνην κι όχι για το θεαθήναι.

Πρέπει να κατάλαβα ότι αυτό που κάμει  λέγεται νηστεία όταν έπεσε στο κρεβάτι από περασμένο γήρας και την πίεζαν να τρώγει οπότε κι αυτή αντιδρούσε κι έλεγε : «Έρθεν η Σαρακοστήν…ατώρα α τρώγω;  Άλλο πα ντο θα φτάγω;»

Δευτέρα,Τετάρτη ,Παρασκευή ,Χριστούγεννα, Πάσχα ,Δεκαπενταύγουστο..δεν μπορώ να θυμηθώ νηστεία που δεν κράταγε αλλά μπορώ να θυμηθώ με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο που την κράταγε γιατί χρόνια ολόκληρα προσπαθώ να τον κατανοήσω και μέσα από την κατανόηση  να τον κάμω κτήμα μου και να ιδώ τον κόσμο με τα δικά της μάτια. Μα ήταν τόσο απλή η προσέγγιση της στο θέμα χωρίς να ναι καθόλου απλοϊκή που τελικά αποδείχτηκε δυσβάστακτο βάρος για την νοημοσύνη μου τούτο το μεγαλείο της Απλότητας.

Άμα ερχόταν η μέρα που ξεκίναγε η νηστεία , η γιαγιά σταματούσε επί 3 ημέρες να τρώει το οτιδήποτε και ούτε νερό δεχόταν να πιει. Έμενε τρεις ολόκληρες ημέρες χωρίς τροφή και νερό συνεχίζοντας κανονικά τις δραστηριότητες της και ούτε καν τα φάρμακα της δεχόταν να πάρει , αν και γενικά ήταν αντίθετη στην πόση και στη βρώση φαρμακευτικών σκευασμάτων που δεν είχε φτιάξει με τα χέρια της ή ίδια. Άμα την πέθαιναν οι ημικρανίες δεχόταν να βάνει καταπλάσματα με καρτόφια αλλά να καταπιεί κάτι ούτε κατά διάνοια.

Όταν  περνούσαν οι τρεις πρώτες ημέρες ξεκινούσε και ρουτίνα της νηστείας. Μια ρουτίνα που σίγουρα θα οδηγούσε σε αυτοκτονία τους σεφ των μεγάλων κι ονομαστών γκουρμέ εστιατορίων ανά την υφήλιο, μην πω και των ιδιοκτητών τους μαζί: ελιά και τσάι! Και μετά τελεία και τίποτε άλλο.

Στο τσακίρ κέφι θα τρώγε κανά καρύδι ή μερικά αμύγδαλα, καμιά πατάτα βραστή ή άμα ήταν νηστεία θέρους καμιά ντοματούλα αλλά μετά το έφερε βαρέως  κι έκοβε τη ζάχαρη από το τσάι της που όσο ήταν στα πόδια της ούτε κι αυτήν κανονικά την έβαζε αλλά άμα έπεσε και μετά ξεχνούσε ότι έπρεπε να πατήσει καυγά με τη μαμά και γι αυτό το θέμα κι έπινε γλυκό το τσάι.

Η λογική της γιαγιάς ήταν απλούστατη: νηστεία σημαίνει στερούμαι και πεινώ. Μια άποψη παντελώς αιρετική για τα σημερινά δεδομένα όπου νηστεία σημαίνει αντικαθιστώ . Αντικαθιστώ το κρέας με μακαρονάδα με κοκκινιστές γαρίδες, τρώγω μέχρι σκασμού και είμαι σένιος και σε όλα μου εντάξει με τους τύπους. Για τη γιαγιά τούτα ήταν κινέζικα κι αλλόθρησκα. Ο Χριστός άμα πήγε στην έρημο να νηστεύσει και να προσευχηθεί δεν έπαιρνε τηλέφωνο να του φέρουν ντελίβερι μπέργκερ λαχανικών με σως  μουστάρδας.

Η γιάγιαμ είχε ξεκαθαρίσει μέσα της κάτι που οι σύγχρονοι παλεύουμε κι ακόμη άκρη με αυτό δεν μπορούμε να βρούμε: που τελειώνουν οι άλλοι και που αρχίζουμε εμείς, οπότε όσα έκαμε είχαν βαθύτερο στόχο την προσωπική της βελτίωση κι άγγιζαν την ουσία των πραγμάτων.

Δυσκολοχώνευτο όλο τούτο γι α όλους εμάς τους υπόλοιπους που μάθαμε να χωράμε τις ζωές μας σε μισές Αλήθειες. Ξέρω..


Από το μπαουλάκι της Ποντίας γιαγάς Λισάβ … με άρωμα Κανέλλας….

Από το μπαουλάκι της Ποντίας γιαγάς Λισάβ … με άρωμα Κανέλλας:

Τον Χειμώνα που η οικογένεια και οι φίλοι μας μαζευόμασταν στο σπίτι και οι άντρες άναβαν τσιγάρο η ατμόσφαιρα γινόταν βαριά. Η γιαγιά τότε έριχνε στο κατζαρολάκι της που πάντα το χε γεμάτο με νερό να βράζει πάνω στην σόμπα, μπόλικα ξύλα κανέλας και μοσχοκάρφια και ως δια μαγείας η μυρωδιά του καπνού εξαφανιζόταν και ολόκληρο το σπίτι μοσχοβολούσε!


Αποξηραμένα βότανα

Τα λεφτά λιγοστά, η χηρεία να θερίζει τα προσφυγικά σπίτια, κατοχή, εμφύλιος μετά από μια Γενοκτονία δεν είναι και λίγα να ζήσεις σε μια ζωή…Έτσι μιλιά δε βγάζαμε σαν η γιαγιά μας μάλωνε που γεμίζαμε οι νεόκοποι αστοί τον τόπο με χρωματιστά μαρματζούλια..Γι αυτήν και το ψωμί υπήρξε πολυτέλεια..

Θυμάμαι όμως πως με τον τρόπο της πάντα υπήρξε νοικοκυρά και γυναίκα που αγαπούσε το όμορφο. Σαν έμπαινε η άνοιξη και το Θέρος το σπίτι μοσχοβολούσε από τα ματσάκια βοτάνων που στέγνωναν κρεμασμένα ανάποδα. Το συνήθες ήταν την απόξήρανση να την κάμουν στον ήλιο έξω από το σπίτι..Η γιαγιά όμως έπαιρνε μερικά ματσάκια μέσα κι έτσι έδινε χρώμα κι άρωμα στην άχαρη καμαρούλα της…Με το τίποτε πριγκίπισσα σκεφτόμουν…

Σήμερα που περνώ τα καλοκαίρια μου εγώ σε κείνο το σπίτι που είχε την τελευταία καμαρούλα της, φροντίζω να κάμω το ίδιο…Μια αίσθηση πως δεν έφυγε μου αφήνει το όλον..Μια αίσθηση πως όλα συνεχίζονται…Μνήμες χρώματα αρώματα συνήθειες της Μαύρης θάλασσας είναι ακόμη ζωντανά κι ας ταξιδεύει σε άλλες θάλασσες αυτή…


Μετά από μια βόλτα της γιαγιάς στην εξοχή…

Δεν θυμάμαι φορά να γυρίζει η γιαγιά από τη βόλτα της να μη κρατά κάτι στα χέρια της.

Έτσι ήταν οι Πόντιες γιαγιάδες: για αυτές η βόλτα στην εξοχή ήταν κάτι σαν την δική μας εξόρμηση στην Τσιμισκή.

Συνήθιζε να μαζεύει αποξηραμένα φυτά που μετά τα έδενε σε ματσάκια και τα απίθωνε όπου της στεκόταν όμορφα στο μάτι.

Έτσι γέμιζε το σπίτι της με την μεγάλη της αγάπη: τη φύση και η φτωχική της γωνιά έδειχνε πάντα πλούσια…

Είπαμε..με το τίποτε πριγκίπισσες ήταν τότε οι κυράδες…